Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι

Η Κυβέρνηση δηλώνει ότι επιθυμεί να καταπολεμήσει τη φτώχεια, με ένα νομοσχέδιο (τι άλλο;), το οποίο θα δημιουργεί «δίχτυ ασφαλείας». Έχω ισχυρές ενστάσεις για το εάν μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο, κυρίως διότι το Κράτος συνηθίζει να δημιουργεί προβλήματα και κατόπιν να καταπιάνεται με το πώς θα τα λύσει. Η γραφειοκρατία είναι εξαιρετική σε ένα πράγμα: να διευρύνει τα όρια των αρμοδιοτήτων της, ώστε να διαιωνίζεται ο ρόλος της.

Θυμηθείτε την κλασική περίπτωση, το πετρέλαιο θέρμανσης: το κράτος αύξησε πολύ τον φόρο του πετρελαίου κίνησης και δημιουργήθηκε μεγάλη διαφορά τιμής από το πετρέλαιο θέρμανσης, με αποτέλεσμα να γίνει πολύ προσοδοφόρο το λαθρεμπόριο. Όταν αυτό διαδόθηκε, το κράτος χρειάστηκε υπαλλήλους για να ελέγχουν το ποιος βάζει τι είδους πετρέλαιο. Όταν απέτυχε και αυτό, αύξησε το φόρο και στο πετρέλαιο θέρμανσης, με αποτέλεσμα να πέσει κατακόρυφα η κατανάλωσή του. Και αφού πνιγήκαμε στην αιθαλομίχλη από τα τζάκια, έστησε μηχανισμό επιδότησης του πετρελαίου που το ίδιο υπερφορολόγησε.

Το ίδιο συμβαίνει και με τη φτώχεια. Το κράτος επέλεξε να λύσει το πρόβλημα της χρεωκοπίας του όχι από την πλευρά των εξόδων του, αλλά από την πλευρά των εσόδων, υπερφορολογώντας τα πάντα. Τώρα που δημιούργησε στρατιές νεόπτωχων, έρχεται να εφεύρει «δίχτυ ασφαλείας». Είναι ακριβώς αυτό που λέει ο λαός: «Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι».

 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Real News στις 30 Μαρτίου 2014

Ποιός θα πληρώσει τη συμφωνία με την Τρόικα;

Η συμφωνία με την Τρόικα έχει έντονο «ελληνικό» άρωμα. Η Κυβέρνηση φαίνεται πως συμφώνησε σε κάποια αυτονόητα πράγματα, από την άλλη η Τρόικα φαίνεται να συμβιβάστηκε με κάποια στοιχεία της «ελληνικής ιδιαιτερότητας». Για παράδειγμα, πάλι αναβάλλεται η κατάργηση των «φόρων υπέρ τρίτων».

Το γάλα ή τα φάρμακα δεν είναι προφανώς σημαντικότερα από το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής που πρέπει να γίνει, αλλά είναι ενδεικτικά της επιμονής της Κυβέρνησης να μην αλλάξει τίποτα. Στα τέσσερα, ήδη, χρόνια του Μνημονίου, έγιναν ελάχιστα πράγματα προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού της ελληνικής πραγματικότητας. Λίγες επιφανειακές μεταρρυθμίσεις, πολλές περικοπές μισθών και συντάξεων, τεράστια αύξηση της φορολογίας. Με λίγα λόγια, οι Κυβερνήσεις έκαναν το παν όχι για να εξαφανίσουν τις αιτίες της κατάρρευσης, αλλά για να διασώσουν το πελατειακό σύστημα που οι ίδιες στο παρελθόν οικοδόμησαν.

Το χρηματοδοτικό κενό σχεδιάζεται να καλυφθεί με «εσωτερικό δανεισμό», δηλαδή με έντοκα γραμμάτια που θα αγοράσουν οι τράπεζες με λεφτά των καταθετών. Παράλληλα, διατηρούνται οι κεφαλικοί φόροι στους ελεύθερους επαγγελματίες, τα τεκμήρια, η δημευτική φορολογία της ακίνητης περιουσίας, οι ασφαλιστικές εισφορές που δεν μπορούν να πληρωθούν, κλπ.

Για τη «συμφωνία με την Τρόικα» μπορεί να χαρεί μόνο η Κυβέρνηση που θα πάει στις ευρωεκλογές με επιχειρηματολογία επιτυχίας. Όλοι εμείς που γονατιστοί πληρώνουμε τη διάσωση της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» δεν έχουμε κανένα λόγο να χαιρόμαστε…

 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Real News στις 23 Μαρτίου 2014

Ποιός θα πληρώσει την «έξοδο στις αγορές»;

Από την Τρόικα δανειζόμαστε με επιτόκιο κάτω από 2% και τους λέμε συνεχώς «τοκογλύφους δανειστές». Αν βγούμε στις αγορές και δανειστούμε με πάνω από 6%, πρέπει να το ονομάσουμε «επιτυχία»;

Η «έξοδος στις αγορές» είναι το πιο σύντομο ανέκδοτο που διακινεί η Κυβέρνηση. Έχοντας παγώσει κάθε μεταρρύθμιση, έχοντας φορολογήσει εξοντωτικά τους πάντες και τα πάντα, με εκατομμύρια ανασφάλιστους και άλλους τόσους να αδυνατούν να πληρώσουν φόρους, χαράτσια, ή και ρεύμα, η Κυβέρνηση φαίνεται ότι θα επιχειρήσει λίγο πριν τις ευρωεκλογές να «βγει στις αγορές», προκειμένου να διατυμπανίσει ότι η κρίση τελείωσε και θα ξαναφάμε με χρυσά, δανεικά όμως, μαχαιροπήρουνα.

Ας κάνουμε έναν χονδρικό υπολογισμό: με 300 δις χρέος, πληρώνουμε «μνημονιακά» περί τα 5 δις τόκους το χρόνο. Αν δανειζόμασταν από τις αγορές, θα πληρώναμε περί τα 20 δις. Την Κυβέρνηση όμως δεν την ενδιαφέρει το δυσβάσταχτο επιπλέον κόστος, όσο το ότι θα πάψουν να την πιέζουν για μεταρρυθμίσεις.

Αυτή είναι η εμμονή του πολιτικού προσωπικού της χώρας: πώς θα πάψουν να μας πιέζουν να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα. Προκειμένου να μην κλείσουν μερικοί δημόσιοι φορείς που δεν χρειάζονται, να μην απολυθούν μερικές από τις κομματικές τους προσλήψεις, να μην ανοίξουν κλειστά επαγγέλματα και να μην απελευθερωθεί το γάλα, η Κυβέρνηση είναι ικανή να δανειστεί με τριπλάσιο-τετραπλάσιο κόστος και να μας το παρουσιάσει ως επιτυχία.

 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Real News στις 16 Μαρτίου 2014

Το κράτος στραγγαλίζει τις τράπεζες

Όταν ολοκληρώθηκε η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η κυβέρνηση διακήρυσσε ότι πλέον αυτές έχουν θωρακιστεί, «θα πέσει χρήμα στην αγορά», και άλλα ευχολόγια. Φυσικά, τίποτε από αυτά δεν έγινε και η εκ νέου ανακεφαλαιοποίησή τους είναι στην επικαιρότητα.

Αντίθετα με ό,τι ευρέως πιστεύεται, το κράτος ευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά για το ξεχαρβάλωμα του τραπεζικού συστήματος. Αυτό υποχρέωνε, επί πολλά χρόνια, τις τράπεζες να τοποθετούν τα χρήματά τους (χρήματα των καταθετών δηλαδή) σε Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου, από τα οποία στο τέλος πληρώθηκε μόνο το 40%. Και όχι μόνο αυτό, αλλά με τη φορολογική επιδρομή αυξήθηκαν τόσο οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους, ώστε καταστράφηκε και το δανειακό τους χαρτοφυλάκιο.

Ούτε μετά την ανακεφαλαιοποίηση άλλαξε τακτική το κράτος. Όσες «τρύπες» άνοιξαν από την άρνησή του να κάνει μεταρρυθμίσεις, τις κάλυψε υποχρεώνοντας τις τράπεζες να χρησιμοποιήσουν τη λιγοστή τους ρευστότητα για να αγοράσουν έντοκα γραμμάτια (πληρώνοντας μάλιστα περίπου τριπλάσιο επιτόκιο από όσο στους «τοκογλύφους δανειστές μας»). Παράλληλα, η φορολογική λαίλαπα αυξάνει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και δημιουργεί νέες τρύπες.

Ένα υγιές τραπεζικό σύστημα, το οποίο να χρηματοδοτεί την παραγωγική οικονομία, είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη. Για το άθλιο πολιτικό μας προσωπικό όμως, προέχει η χρηματοδότηση του υδροκέφαλου Δημοσίου, δηλαδή των ρουσφετιών τους.

Φοβάμαι ότι ο κρατισμός δεν θα χορτάσει ούτε με αυτή την ανακεφαλαιοποίηση.

 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Real News στις 9 Μαρτίου 2014

Έμεινε τίποτε αφορολόγητο;

Με συνεχείς αλλαγές, με αυξήσεις συντελεστών, με μεγάλη φαντασία ως προς το τι μπορεί να φορολογηθεί, έχουμε καταφέρει να φορολογήσουμε τα πάντα: ο μισθός φορολογείται ως εισόδημα, αν μείνει στην τράπεζα ξανα-φορολογείται ως φόρος τόκων, αν γίνει αγορές φορολογείται με το ΦΠΑ, φόρους κατανάλωσης κλπ. Πού πάνε όλα αυτά τα χρήματα;

Εμείς ως πολίτες, είμαστε ευχαριστημένοι από το πώς διατείθενται; Είμαστε ευχαριστημένοι από τη «δωρεάν υγεία», τη «δωρεάν παιδεία», από τη Δημόσια Διοίκηση γενικά; Πότε ενδιαφερθήκαμε για τα δικαιώματα των φορολογουμένων; Σε πιο σημείο διασπάθισης των φόρων μας μπορεί να χαρακτηριστεί η φορολογία «κλοπή»;

Το κράτος έχει τη δύναμη να φορολογεί τα πάντα, και το αποδεικνύει και τώρα, εν μέσω κρίσης, ακόμη και με προσωποκρατήσεις, δημεύσεις καταθέσεων και ακινήτων, κλπ. Το κράτος φορολογεί τα πάντα διότι αυτό ξέρει να κάνει, να συντηρεί και να αυξάνει τον εαυτό του και να βολεύει τα δικά του, κομματικά, παιδιά.

Εμείς οι δημιουργικοί Έλληνες τι κάνουμε; Πότε θα αντιδράσουμε και θα απαιτήσουμε έλεγχο από μηδενικής βάσης για το πού πάνε οι φόροι του ιδρώτα μας; Κανείς δεν μπορεί να επιχειρηματολογήσει ότι αυτό το πλαδαρό κράτος που μασάει τους φόρους μας δεν επιδέχεται περιορισμού και συμμαζέματος. Επιτέλους, κάποια στιγμή αυτό πρέπει να το διεκδικήσουμε!

 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Real News στις 2 Μαρτίου 2014