Γεννιόμαστε μόνοι, πεθαίνουμε μόνοι.

Γεννιόμαστε μόνοι, πεθαίνουμε μόνοι.

Αυτές τις δυο αλήθειες δυσκολεύεται να αποδεχτεί η ανθρώπινη φύση. Ενεργώντας με τη λογική, ο άνθρωπος προσπαθεί να ερμηνεύσει τελολογικά την ύπαρξή του και τον κόσμο γύρω του. Η πιο κοινή διέξοδος, σε όλη την ανθρώπινη ιστορία και σε όλους τους λαούς, είναι το θρησκευτικό συναίσθημα, η πίστη ότι η ύπαρξη συνεχίζεται και μετά το θάνατο. Ποτέ δεν κατορθώθηκε να εκριζωθεί το θρησκευτικό συναίσθημα, ακριβώς επειδή είναι σύμφυτο με την έμφυτη αναζήτηση του ανθρώπου για το «πριν» και το «μετά».

Η πίστη λοιπόν του καθενός (και ο αγνωστικισμός ή η αθεΐα του) είναι αποτέλεσμα μιας βαθειάς υπαρξιακής αναζήτησης. ‘Ετσι, πρέπει να είναι απολύτως σεβαστή από τους άλλους, ακριβώς όπως η φυλή του, το φύλο του, ο σεξουαλικός προσανατολισμός του, χαρακτηριστικά δηλαδή που είτε κουβαλά εκ γενετής ή είναι αποτέλεσμα επιλογών που τον συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή και που δεν μπορούν να αλλάξουν παρά μόνο με βίαιη αλλοίωση της προσωπικότητάς του.

Στο (κοντινό και απώτερο) παρελθόν, πολλές κοινωνίες θεωρούσαν βασικό τους ρόλο την αλλοίωση όσων από τα παραπάνω χαρακτηριστικά «παρεκκλίνουν», με σκοπό τη δημιουργία ομοιόμορφου συνόλου. Αποτέλεσμα: Ιερά Εξέταση, Ιεροί Πόλεμοι, Εθνοκαθάρσεις. Αν κάτι μπορούμε να ονομάσουμε «πρόοδο» στη σύγχρονη κοινωνική οργάνωση, μετά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, είναι η αποδοχή ότι δεν είναι ρόλος της κοινωνικής οργάνωσης να αλλοιώσει χαρακτηριστικά των μελών της, αλλά να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ομαλής συμβίωσης κάθε ανθρώπου, ανεξάρτητα από όλα τα παραπάνω: χρώμα, φύλο, σεξουαλικό προσανατολισμό, φυλή, θρησκεία.

Δυστυχώς, στα πλαίσια επίτευξης του παραπάνω στόχου, πολλές κοινωνίες (ΗΠΑ, Δυτ.Ευρώπη) ξεπερνούν την ποινικοποίηση ενεργειών και προχωρούν στην ποινικοποίηση ακόμη και έκφρασης «politically incorrect» απόψεων. Θεωρείται πως έτσι προλαμβάνονται τυχόν συγκρούσεις μεταξύ μελών του κοινωνικού συνόλου που έχουν διαφορετικές απόψεις και τις εκφράζουν, ή απλά ασκούν κριτική ή σάτιρα, λεπτή ή και χοντροκομμένη. Οι πρόσφατες υποθέσεις Παπαχρήστου και «Παστίτσιου» στα καθ’ημάς, αποδεικνύουν ότι δεν είναι έτσι. Παρατηρείστε ότι υπήρξαν συμπολίτες μας που θεώρησαν ορθή την δίωξη Παπαχρήστου για το φυλετικό της αστείο και αδικαιολόγητη τη δίωξη «Παστίτσιου» για την θρησκευτική του σάτυρα. Και το αντίθετο.

Η στρέβλωση αυτή συνέβη διότι, ενώ η ορθή λύση είναι να αποτραβηχθεί το κοινωνικό σύνολο, η ευνομούμενη πολιτεία, από τη ρύθμιση έκφρασης των απόψεων, έχει επικρατήσει σταδιακά η άποψη ότι είναι πιο αποτελεσματικό να διώκονται όσοι έχουν απόψεις που θεωρητικά θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ομαλή συμβίωση ανθρώπων με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Έτσι όμως, το μόνο που πετύχαμε είναι να μετακινήσουμε το αντικείμενο της δίωξης: παλαιότερα διώκαμε όσους απειλούσαν την ομοιομορφία των χαρακτηριστικών του κοινωνικού συνόλου, τώρα διώκουμε όσους υποστηρίζουν μια «black list» απαγορευμένων απόψεων που έχουμε δημιουργήσει.

Στην πραγματικότητα, ακόμη δεν έχουμε αποδεχθεί ότι γεννιόμαστε μόνοι και πεθαίνουμε μόνοι. Η εμμονή ότι μια συλλογικότητα θα προστατέψει το προσωπικό μας μεταφυσικό οικοδόμημα έναντι όλων των υπολοίπων είναι στην πραγματικότητα η άρνηση να αποδεχτούμε ότι και στο μεσοδιάστημα συμβιώνουμε με άλλους ανθρώπους που έχουν ακριβώς την ίδια δυσκολία να χωνέψουν αυτή την αλήθεια.

Το Σύνταγμα-λάστιχο

Όταν πρόσφατα διέρρευσε ότι οι δικαστικοί θα υπαχθούν στο ενιαίο μισθολόγιο και θα υποστούν μειώσεις στους μισθούς τους, όπως και οι άλλοι Δημόσιοι Υπάλληλοι, οι δικαστικοί αντέδρασαν έντονα. Εκπρόσωποί τους επιχειρηματολόγησαν λέγοντας ότι «οι μισθοί των δικαστικών προστατεύονται από το Σύνταγμα».

Συγκεκριμένα, το άρθρο 88§2 του Συντάγματος αναφέρει: «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους.» Με ποιά ακριβώς ερμηνεία απαγορεύεται το χρεωκοπημένο μας κράτος να τους μειώσει τους μισθούς; Ίσα-ίσα που η ρύθμιση της γενικής μισθολογικής τους κατάστασης παραπέμπεται σε απλό νόμο.

Αντιδρώντας λοιπόν στη διαφαινόμενη μείωση των μισθών τους, οι δικαστικοί αποφάσισαν να απεργήσουν, κατεβαίνοντας από την έδρα τους στις 10:30, έχοντας δικάσει δηλαδή μιάμιση ώρα. Πλην όμως, το Σύνταγμα απαγορεύει ρητώς την απεργία στους δικαστικούς λειτουργούς. Συγκεκριμένα, το άρθρο 23§2εδ. β’ λέει: «Απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ’ αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας.» Με ποιά ακριβώς ερμηνεία η διάταξη αυτή τους δίνει δικαίωμα να κατεβαίνουν στις 10:30 από την έδρα τους; Δεν είναι αυτό μορφή απεργίας; Δεν απαγορεύονται όλες οι μορφές απεργίας;

Όταν η ίδια η δικαστική εξουσία κάνει το Σύνταγμα λάστιχο, με ερμηνείες που βολεύουν τους ίδιους και τα κακώς εννοούμενα συμφέροντά τους, πόση εμπιστοσύνη μπορεί να έχει ο πολίτης της χώρας στην κρίση αυτών που απονέμουν Δικαιοσύνη στην Ελλάδα;