Διάφοροι, κοινοβουλευτικοί και εξωκοινοβουλευτικοί, και πάντως σίγουρα εξωπραγματικοί σχηματισμοί της Αριστεράς προτείνουν ως λύση στο σημερινό δημοσιονομικό αδιέξοδο την «μη αναγνώριση χρέους». Άλλοι μιλούν για μερική, άλλοι για ολική μη αναγνώριση χρέους. Το σύνθημα αυτό έχει βρει πολλούς υποστηρικτές στην κοινή γνώμη, οι οποίοι θεωρούν ότι ένας πολύ καλός τρόπος να επανέλθουμε στην προτέρα κατάσταση, να περνάμε δηλαδή κοτσάνι με δανεικά, είναι να συμπεριφερθούμε ως μπαταχτσήδες και να μην πληρώσουμε τα δάνεια που έχουμε λάβει. Έτσι κι αλλιώς, αυτοί που μας τα έδωσαν είναι το ανάλγητο κεφάλαιο που πίνει το αίμα των εργαζομένων. Ας δούμε πόσο εφικτή είναι μια τέτοια λύση.
Καταρχήν η Αριστερά, πάσχουσα από μαρξιστικές εμμονές, είναι προσηλωμένη στις καταστάσεις που περιγράφει «το Κεφάλαιο» και αδυνατεί να αντιληφθεί τις σύγχρονες εξελίξεις. Δυστυχώς γι’αυτήν, τα πράγματα είναι σήμερα αρκετά διαφορετικά από ένα απλό δίπολο κεφαλαίου και εργατιάς, όπου το μεν απομυζεί και το δε πάσχει. Έτσι, η Αριστερά δεν μπορεί ούτε κατά διάνοια να συλλάβει και να αναλύσει την καινοτομία που παράγει πλούτο εκ του μηδενός, ούτε τις σύγχρονες μορφές εργασίας (π.χ. τηλεεργασία), ούτε τη χρηματοδότηση επενδύσεων από venture capitals, για να μη μιλήσουμε βέβαια για stock options: το κεφάλαιο αυτο-προσφέρεται στους εργαζομένους;
Για τους ίδιους ακριβώς λόγους, η Αριστερά θεωρεί ως δανειστές μας κάποιους ευτραφείς, κοστουμαρισμένους καπιταλιστές με πούρο, μετόχους τραπεζών που κάθονται και ζουν με τους τόκους που πληρώνουμε εμείς. Δυστυχώς όμως και εδώ η πραγματικότητα πόρρω απέχει από τις εμμονές της Αριστεράς. Δανειστές της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι φυσικά ξένες τράπεζες, αλλά και ελληνικές, στις οποίες οι εργαζόμενοι έχουν εμπιστευτεί τις καταθέσεις τους. Δανειστής είναι και ο συνταξιούχος που κατέχει ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου, δανειστής είναι και το Ασφαλιστικό Ταμείο, που του πληρώνει τη σύνταξη. Μη αναγνώριση χρέους σημαίνει ότι τα Ομόλογα που κρατούν όλοι αυτοί γίνονται εν μιά νυκτί ταπετσαρία για τον τοίχο. Στην περίπτωση αυτή, η Αριστερά, πέραν του ότι «τιμώρησε» τον υπερατλαντικό κεφαλαιοκράτη, θα πρέπει να απαντήσει στο πώς θα επιβιώσει μια ελληνική τράπεζα που έχει μετατρέψει τα 100 ευρώ που της εμπιστευτήκαμε ως καταθέσεις σε 50 δάνεια και 50 ομόλογα. Πρέπει επίσης να απαντήσει από που θα έχουν εισοδήματα τα Ασφαλιστικά Ταμεία για να συνεχίσουν να πληρώνουν κανονικά τις συντάξεις.
Ας πούμε λοιπόν ότι το ερώτημα απαντάται με ένα απλό δε μας ενδιαφέρει, κρατικοποιούμε τις τράπεζες με ένα ευρώ την καθεμιά, το Κράτος εγγυάται τις καταθέσεις και πληρώνει απευθείας τις συντάξεις. Μέχρι στιγμής λοιπόν καταφέραμε να έχουμε χρέος μηδέν, με κόστος:
α) να μη μας ξαναδανείζει κανείς
β) να κρατικοποιήσουμε όλο τον τραπεζικό τομέα
γ) να πληρώνει το κράτος όλες τις συντάξεις
Καταφέραμε δηλαδή με το παραπάνω κόστος να απαλλαγούμε από έξοδα τόκων 13 δις το χρόνο (2010). Μας μένει το μικρό προβληματάκι ότι τα έσοδα του Κράτους είναι 54 δις και τα έξοδα 64 (πλέον 13 δις τόκων). Μας λείπουν δηλαδή ακόμη 10 δις, τα οποία δεν θα μας τα δανείζει κανείς από το εξωτερικό, δεν θα υπάρχει καν τραπεζικός τομέας στο εσωτερικό, ενώ ευρώ δεν μπορούμε έτσι κι αλλιώς να τυπώσουμε. Και όλα αυτά εάν γίνει ολική άρνηση χρέους. Δηλαδή με μια άρνηση… 30%, θα γλιτώσουμε μόλις 4 δις από τους τόκους που πληρώνουμε σήμερα και θα πρέπει να βρούμε άλλα… 19!
Κάπου εδώ η Αριστερά ολοκληρώνει την πρότασή της και μας αφήνει να βρούμε λύση. Γι’αυτήν, τα 10 υπολοιπόμενα δις μάλλον πρέπει να πληρώσει το Κεφάλαιο, αδιαφορώντας για το πόσο από αυτό θα έχει απομείνει στη χώρα εάν εφαρμοστεί η «πρότασή» της.
Θεωρώ ότι η Αριστερά δεν προτείνει τη μη αναγνώριση χρέους ως λύση στο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας, αλλά μάλλον ως λύση στο υπαρξιακό πρόβλημα της ίδιας: Η υιοθέτηση μιας τέτοιας λύσης θα επέφερε χωρίς καθυστέρηση άμεση κατάρρευση της οικονομίας και της κοινωνίας και πλέον μόνο με κάτι τέτοιο θα μπορούσε η εξωπραγματική Αριστερά να ελπίζει ότι μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο. Ας το έχουν αυτό υπόψη όσοι ακρίτως παπαγαλίζουν τη «μη αναγνώριση χρέους!».